- διαυγοῦς
- διαυγήςtranslucentmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοκκύτης — και κοκίτης, ο ιατρ. οξεία και εξαιρετικά μεταδοτική νόσος τού αναπνευστικού συστήματος, η οποία, στην τυπική της μορφή, χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς βήχα που συνοδεύονται από παρατεταμένη εισπνοή εισπνευστικό συριγμό και τελειώνουν με την… … Dictionary of Greek
λυχναίος — λυχναῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λυχνία 2. λυχνεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος. Ο Ησύχιος παραδίδει μια γλώσσα λυχναῖος και λυχνεύς «ο διαυγής λίθος», που αναφέρεται σε ένα είδος διαφανούς και διαυγούς πάριου μαρμάρου] … Dictionary of Greek
υδρόμητρα — η, Ν ιατρ. η συλλογή διαυγούς εκκρίματος στην κοιλότητα τής μήτρας, λόγω αποφράξεως τού τραχήλου της. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrometra (< υδρ[ο] * + μήτρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek